- φρονιμότης
- φρονιμ-ότης, ητος, ἡ,A = φρόνησις 11, Gal.19.481, PSI1.94.2 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρονιμότητα — φρονιμότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμότητι — φρονιμότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμότητος — φρονιμότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμότητα — η / φρονιμότης, ητος, ΝΜΑ [φρόνιμος] φρονιμάδα … Dictionary of Greek